- συνωριαστής
- συνωρ-ιαστής, οῦ, ὁ,A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνωριαστής — ὁ, Α αυτός που οδηγεί συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος + κατάλ. ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *συνωριάζω] … Dictionary of Greek
συνωριασταῖς — συνωριαστής one who drives a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)